ξυλοπόδαρο

ξυλοπόδαρο
τό
1) πλ. ходули;

περπατώ με ξυλοπόδαρα — ходить на ходулях;

2) деревянная нога, деревяшка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξυλοπόδαρο" в других словарях:

  • ξυλοπόδαρο — το τεχνητό ξύλινο πόδι, αλλ. καλόβαθρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλόβαθρο — το (AM καλόβαθρον) καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει ξύλινα πόδια 2. (σκωπτικά) άνθρωπος με λεπτά και μακριά πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το ξυλοπόδαρο α) ξύλινο πόδι που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο β) το καλόβαθρο γ) το καλαπόδι …   Dictionary of Greek

  • πατίκι — το 1. ξυλοπόδαρο των αναπήρων. 2. γυναικεία παντόφλα χωρίς τακούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»